- μεσημβριστός
- μεσημβρ-ιστός, ὁ,A = ὡροσκόπος, dub. in Ps.-Ptol.Centil.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσημβριστός — μεσημβριστός, ὁ (Α) [μεσημβρίζω] ωροσκόπος … Dictionary of Greek